- χαμόκοιτος
- χᾰμό-κοιτος· ὁ εἰς τὴν γῆν κοιμώμενος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμόκοιτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς τὴν γῆν κοιμώμενος»· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + συνδετικό φωνήεν ο + κοιτος (< κοίτη), πρβλ. κατάκοιτος] … Dictionary of Greek